- αιφνιδιαστικός
- -ή, -ό [αιφνιδιάζω]1. αυτός που συμβαίνει απροσδόκητα, που γίνεται με αιφνιδιασμό2. αυτός που αναφέρεται σε αιφνιδιασμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιφνιδιαστικός — ή, ό ξαφνικός, αυτός που έχει το γνώρισμα του αιφνιδιασμού: Αιφνιδιαστικός έλεγχος της αστυνομίας στα καταστήματα τροφίμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιφνιδιάζω — (Μ αἰφνιδιάζω) 1. ενεργώ αιφνιδιαστικά, κάνω αιφνιδιασμό, καταλαμβάνω εξ απροόπτου (ιδίως για στρατιωτική ενέργεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιφνίδιος. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιασμός νεοελλ. αιφνιδιαστικός] … Dictionary of Greek
λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… … Dictionary of Greek